6/1/07

Ο πονηρός ιδιώτης κι η τριτοβάθμια εκπαίδευση

απ΄ το βιβλίο μου "Ιδού η Ρόδος", εκδόσεις Πατάκη, Δεκέμβρης 2005

Ένα θέμα που από καιρού σε καιρό αναδεικνύεται ακόμη και στα πρωτοσέλιδα των εφημερίδων είν΄ η εμπλοκή των ιδιωτών στην τριτοβάθμια εκπαίδευση κι η δραστηριοποίησή τους στην παροχή, αναγνωρισμένων απ΄ το κράτος, εκπαιδευτικών υπηρεσιών. Βέβαια αυτή τη στιγμή υπάρχει η γνωστή συνταγματική εμπλοκή που απαγορεύει κάτι τέτοιο. Το θέμα όμως στην προοπτική του έχει ενδιαφέρον και προβλέπω ότι όλο και πιο συχνά θα επανέρχεται ως πρόταση διεξόδου απ΄ τα σημερινά αδιέξοδα. Για την υπέρβαση δηλαδή της χαμηλής κοινωνικής υπόληψης, χαμηλής ποιότητας και χαμηλής αποτελεσματικότητας του τριτοβάθμιου εκπαιδευτικού συστήματος, που σήμερα διαθέτουμε.

Ο ιδιώτης αντιλαμβάνεται φυσικά κι αυτός ότι υπάρχει ένα κενό, το οποίο διακαώς προσδοκά να καλύψει συμπληρωματικά με το κράτος. Γι΄ αυτό κι ενδιαφέρεται και φωνάζει. Προς συσσώρευση κερδών φυσικά, με τον ένα ή άλλο τρόπο. Ως κερδοσκοπικός ή μη κερδοσκοπικός οργανισμός. Αυτό είναι τελείως δευτερεύον, όσο κι αν στους μη γνωρίζοντες μπορεί η έννοια «μη κερδοσκοπικός» να΄ ναι πιο εύηχη.

Υπάρχει βέβαια η προσέγγιση που ταυτίζει τον ιδιώτη με τον οξαποδώ κι αρνείται κάθε συζήτηση μαζί του. Άποψη ίσως περιορισμένης κομματικής εμβέλειας αλλ΄ αρκετά μεγαλύτερης πολιτικής ανταπόκρισης και κοινωνικής αποδοχής.

Ας ξεπεράσουμε το γνωστό μανιχαϊσμό των καλών και των κακών κι ας έλθουμε στα πραγματικά γεγονότα. Ας θυμηθούμε τον τρόπο σκέψης του ιδιώτη. Ας εμπνευστούμε, για την ακρίβεια, απ΄ την εμπειρία της ιδιωτικοποίησης ενός άλλου δημόσιου αγαθού, της υγείας.

Οι ιδιώτες μπήκαν σ΄ αυτή την αγορά εντοπίζοντας το κύριο σημείο που έπασχε το δημόσιο σύστημα υγείας κι αναγνωρίζοντας, στην υπέρβασή του, μια σημαντική επιχειρηματική ευκαιρία. Το κύριο πρόβλημα του δημόσιου συστήματος δεν ήταν ποτέ η ποιότητα των υπηρεσιών υγείας, αυτή καθ΄ εαυτή. Ήταν κυρίως το θέμα των ξενοδοχειακών υπηρεσιών που πρόσφερε ή, καλύτερα, δεν πρόσφερε. Η απουσία των οποίων, όσο ανεβαίνει το βιοτικό επίπεδο, τόσο περισσότερο εξοργίζει. Τα ράντζα δηλαδή, οι κατσαρίδες, η γενικότερη μεγάλη υποβάθμιση των χώρων των νοσοκομείων αλλά κι η ταλαιπωρία των νοσηλευομένων, κάθε φορά που έρχονταν σ΄ επαφή με τα κρατικά νοσοκομεία.

Έτσι οι ιδιώτες είδαν το κενό κι εγκαινίασαν υποδομές καθαρές, λιγότερη ταλαιπωρία, την αίσθηση ότι σε μεταχειρίζονται ως άνθρωπο κι όχι ως ζώο. Με κανέναν τρόπο όμως δεν πρόσφεραν καλύτερες υπηρεσίες υγείας. Ελάχιστοι νομίζουν κάτι τέτοιο κι αυτοί λόγω άγνοιας ή ίσως στην υπερβολή τους, λόγω κάποιου προσωπικού περιστατικού ταλαιπωρίας στο δημόσιο σύστημα και της παραμένουσας ψυχολογικής έντασης, που δεν τους επιτρέπει να δουν την πραγματικότητα.

Τι διδάσκει το παραπάνω ανάλογο; Μάλλον επαληθεύει παρά διδάσκει κάτι. Επαληθεύει την τάση των ιδιωτών να προσφέρουν υπηρεσίες εκεί που έχουν πλεονέκτημα. Το καλό ξενοδοχείο κοστίζει τελικά ένα μικρό ποσοστό του καλού νοσοκομείου (που είναι και καλό ξενοδοχείο αλλά και πάρα πολλά άλλα) και καλύπτει ένα κενό που υπάρχει στην αγορά. Ακριβώς εκεί επένδυσαν. Φυσικά ένα μίνιμουμ ιατρικών υπηρεσιών θα προσφέρεις, δε γίνεται. Το καλό όμως, ιατρικά, νοσοκομείο κρίνεται απ΄ το πως διαχειρίζεται τα δύσκολα κι επείγοντα περιστατικά κι όχι την ομαλή καθημερινότητα. Μάλιστα, η διαχείριση τέτοιων κρίσεων κοστίζει κατά κανόνα και κάτι παραπάνω. Αρκετά παραπάνω. Τις κρίσεις λοιπόν οι ιδιώτες κατά κανόνα τις περνάνε στο δημόσιο για διαχείριση. Αθόρυβα, γρήγορα κι ανέξοδα.

Έτσι, αν ο ιδιώτης ήθελε να δημιουργήσει καλά ξενοδοχεία που να΄ ναι και καλά νοσοκομεία, έστω στο επίπεδο των ιατρικών υπηρεσιών που προσφέρουν τα δημόσια νοσοκομεία, τότε η επένδυση θα΄ πρεπε να΄ ναι πολύ μεγαλύτερη. Κι ίσως δεν έβγαινε, όπως λέμε, με τ΄ ασφαλιστικά δεδομένα της χώρας. Το σημείο – στόχος λοιπόν, που η επένδυση είχε νόημα, ήταν «καλά ξενοδοχεία, μίνιμουμ ιατρικών υπηρεσιών, και τα τυχόν δύσκολα περιστατικά τα περνάμε γρήγορα στο δημόσιο για διαχείριση». Επιχειρηματικός ρεαλισμός.

Ας έρθουμε τώρα στο χώρο της εκπαίδευσης. Πού είναι το πλεονέκτημα που βλέπει ο ιδιώτης; Πού θα επένδυε σήμερα αν του το επέτρεπε το θεσμικό πλαίσιο; Ποια είναι τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά της ζήτησης, που θα τον κινητοποιούσαν; Και τέλος, θ΄ αναβάθμιζε ο ιδιώτης σε κάτι την ποιότητα των εκπαιδευτικών υπηρεσιών που προσφέρει η χώρα σήμερα ή όχι;

H απάντηση δεν είναι δύσκολο να δοθεί. Δυστυχώς, πολύ δυστυχώς, ο μέσος Έλληνας δεν έχει συνειδητοποιήσει τι σημαίνει χαμηλή ποιότητα εκπαιδευτικών υπηρεσιών, αντίστοιχα με τον τρόπο που είχε πράγματι συνειδητοποιήσει τη χαμηλή ποιότητα των ξενοδοχειακών υπηρεσιών των νοσοκομείων. Με συνέπεια να μην υπάρχει πραγματική ζήτηση για εκπαιδευτική ποιότητα, σε μεγάλη κλίμακα.

Η κοινωνική ελίτ, η οποία φυσικά αντιλαμβάνεται περί τίνος πρόκειται, «αγοράζει» την ποιότητα στο εξωτερικό και μάλλον θ΄ αδιαφορήσει για τις τυχόν ντόπιες πρωτοβουλίες. Ο μέσος πολίτης δεν την αντιλαμβάνεται και δε θα ενδιαφερθεί να την αγοράσει.

Συμπερασματικά, δεν υπάρχει ζήτηση εκπαιδευτικής ποιότητας στην ελληνική κοινωνία σήμερα. Και μ΄ αυτό το δεδομένο, το μόνο φυσικά που κινητοποιεί τον ιδιώτη, δεν υπάρχει καμιά περίπτωση να υπάρξει προσφορά ενός ποιοτικού εκπαιδευτικού προϊόντος απ΄ τη μεριά του ιδιωτικού τομέα. Που είν΄ όμως το μόνο που νομίζω ότι μας λείπει και θα΄ χε μακροοικονομικά νόημα. Οικονομικά, πολιτισμικά και πολιτικά όπως εξήγησα πιο πάνω.

Ο ιδιώτης θα προσφέρει ανάλογης, μπορεί και χαμηλότερης ποιότητας, άρα και κόστους, υπηρεσίες και θα προσπαθήσει ν΄ απoκτήσει πλεονέκτημα με διαφήμιση και marketing. Όπου θα εξαφανίσει βέβαια τα δημόσια ιδρύματα, που αγνοούν, κατά βάση, αυτές τις τεχνικές, γιατί λειτούργησαν ιστορικά σε προστατευμένα περιβάλλοντα. Κεντρική ιδεολογία των πελατών του ιδιώτη- εκπαιδευτή θα παραμείνει να πάρει κανείς το «χαρτί», που ανταποκρίνεται στις ψυχο- σωματικές ανάγκες του Νεοέλληνα και δίνει και μια ελπίδα για το Δημόσιο. Κι έχει ο Θεός μετά.

Αντίθετα, όπως είδαμε ήδη απ΄ τις πρώτες σελίδες του βιβλίου, πιστεύω ότι η σημασία της ποιότητας στην πρωτοβάθμια εκπαίδευση είναι πιο γνωστή και κατανοητή στη χώρα μας. Γι΄ αυτό και θα συναντήσει κανείς αξιόλογα ιδιωτικά νηπιαγωγεία και δημοτικά σχολεία.

Ένα είναι σίγουρο. Η παρεμβολή του ιδιώτη στην τριτοβάθμια εκπαίδευση, με δεδομένη τη σημερινή κατάσταση των πραγμάτων δεν εγγυάται καμιά σοβαρή βελτίωση. Αφού ο κόσμος συνεχίζει να ενδιαφέρεται για ένα υποβαθμισμένο προϊόν γιατί να μπούμε στον κόπο να δημιουργήσουμε κάτι άλλο, πιο ποιοτικό, να πάρουμε το ρίσκο να διαμορφώσουμε τον πελάτη μας; Δεν πιστεύω ότι μπορεί ποτέ να γίνει κάτι τέτοιο. Ίσως κάποιοι ευεργέτες, όπως ο Αβέρωφ, ο Στουρνάρης να σκέφτονταν και να δρούσαν έτσι. Ριζοσπαστικά. Οι εποχές μας είν΄ όμως πιο πεζές και δε διαθέτουμε πια τέτοια άτομα σ΄ ικανή κλίμακα.

Φυσικά, όπως πάντα θα υπάρξουν εξαιρέσεις. Όπως και σήμερα, με το καθεστώς της μη αναγνώρισης απ΄ το ελληνικό κράτος, υπάρχουν ιδιωτικά ιδρύματα (π.χ. ALBA) που λειτουργούν με θαυμαστή ποιότητα κι αναγνώριση απ΄ την ελληνική κοινωνία. Που όμως, ως ποσότητα, είν΄ ασήμαντες εξαιρέσεις μέσα σ΄ ένα πέλαγος ανυποληψίας.

Άρα ανήκει στο κράτος η πρωτοβουλία να ορίσει έμπρακτα τι σημαίνει ποιότητα στην τριτοβάθμια εκπαίδευση. Να σηκώσει τον πήχη και να εκπαιδεύσει την κοινωνία να κάνει άλματα σ΄ αυτό το υψηλότερο ύψος.

Δύσκολος ρόλος αλλ΄ όχι χωρίς νόημα. Και, πιστεύω, ταιριάζει στη φύση αυτών με τα οποία θα΄ πρεπε λογικά να καταπιάνεται το κράτος. Αντί να κάνει τον επιχειρηματία εδώ κι εκεί.

Όσο για τον ιδιώτη, παρακάμπτω το θεωρητικό ερώτημα αν πρέπει να του κλείσουμε την πόρτα ή όχι. Απλά, με τη δεδομένη κατάσταση, δεν περιμένω και σπουδαία πράγματα. Όχι γιατί είν΄ ιδιώτης κι άρα κακός, αλλά γιατί στη σημερινή πραγματικότητα η εύκολη κερδοσκοπία είν΄ ο μόνος λογικός επιχειρηματικός στόχος, που μπορώ να τον δω να βάζει.

Αναπαράγοντας την ίδια υποβάθμιση. Πιθανά ανακόπτοντας κι αυτός λίγο τη διαρροή συναλλάγματος στα Σκόπια και στα κάθε Σκόπια. Αλλά τίποτα άλλο, πέραν αυτού.




1 σχόλιο:

  1. Καλή η αναλογία με την υγεία-- τα πράγματα είναι πολύ χειρότερα, φοβάμαι. Και θα δουν πολλά τα μάτια μας τα επόμενα χρόνια

    Χαρά Μανίκα

    ΑπάντησηΔιαγραφή